μαργαριταρένιος

μαργαριταρένιος
-α, -ο (Μ μαργαριταρένιος, -α, -ο και μαργαριταρένος, -α, -ον) [μαργαριτάρι]
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μαργαριτάρια ή στολισμένος με μαργαριτάρια («μαργαριταρένιο κολιέ»)
2. μτφ. αυτός που έχει το χρώμα και τη λάμψη τού μαργαριταριού, ο κατάλευκος, ο αστραφτερός («και με μαργαριταρένιο χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά», Κ. Καβάφης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαργαριταρένιος, -ια, -ιο — κατασκευασμένος ή κοσμημένος με μαργαριτάρια, σεντεφένιος: Στην επέτειό τους της χάρισε ένα μαργαριταρένιο κολιέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”